τοξικολόγος

τοξικολόγος
toksikolog

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τοξικολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην τοξικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxicologist < τοξικόν (βλ. λ. τοξικός) + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Α. Δ. Καλλιβωκά] …   Dictionary of Greek

  • τοξικολόγος — ο, η γιατρός που καταγίνεται με την τοξικολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”